Τo Τέλος του Κόκκινου (Iστορίες για μικρά τραύματα 1)
Θυμάμαι ότι δεν ήθελα να φορέσω το πράσινο μπλουζάκι αλλά το κόκκινο. Η μαμά δεν άκουγε. Η μαμά ήταν σαν γίγαντας κι άμα θύμωνε γυάλιζε το μάτι της. Ήμασταν στο δωμάτιό μου μπροστά από την ντουλάπα με τα ρούχα μου. ξαφνικά με σήκωσε από τα δυο μου χέρια ψηλά και με μια κίνηση γράπωσε τους καρπούς μου με την παλάμη της κι ενώ εγώ ούρλιαζα και χτυπούσα τα πόδια μου στο ξύλινο πάτωμα, μου πέρασε ξαφνικά το χειρότερό μου το πράσινο μπλουζάκι στον λαιμό κι όλα έγιναν τότε πράσινα και δεν μπορούσα να πάρω ούτε μία ανάσα. Για να ξεχωρίζω μέσα σε αυτό το γκρίζο πρωινό είπε, να είμαι ένα όμορφο και καλό παιδί, σταμάτα είπε, μην κλαις για ένα χρώμα, σαν κοριτσάκι θες να κάνεις; Το κόκκινο είναι λερωμένο κι εσύ είσαι καθαρό παιδί. Μα το κόκκινο είναι το καλύτερό μου έσκουζα εγώ.
Όταν φτάσαμε στο νέο μου σχολείο, είχε εκεί στη μεγάλη πόρτα δεξιά έναν τεράστιο θάμνο με λουλούδια και τα κόβανε και τα πίνανε κάτι μεγάλα κορίτσια. Σκέφτηκα ότι ήθελα να πάω κι εγώ να πιω.
Η μαμά όσο ανεβαίναμε τα σκαλιά με κρατούσε τόσο σφιχτά από το χέρι που πόναγα λίγο. Μέχρι που μου άφησε ένα κόκκινο σημάδι η βέρα που φοράει στο δεξί της χέρι και που δείχνει την αγάπη που έχουνε με τον μπαμπά. Οπότε εντάξει. Η αγάπη μάς σημαδεύει είχε πει μια φορά ο μπαμπάς στη μαμά, οπότε εντάξει. Κι αυτό το κόκκινο σημάδι κι όλα τα κόκκινα σημάδια είναι τα καλύτερά μου. Κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα λέω στη μαμά. Κι όταν με ρώτησε πώς με λένε η κυρία Ελένη, στην αρχή δεν απάνταγα, αλλά μετά της είπα ότι με λένε κόκκινο και αυτή γέλασε και μετά με χάιδεψε στα μαλλιά για λίγο.
Κι όταν πήγα να πάρω από ένα κορίτσι τον κόκκινο μαρκαδόρο, επειδή η κυρία Ελένη είπε σήμερα θα πούμε μία φορά δυνατά τα ονόματά μας και μετά θα ζωγραφίσουμε, το κορίτσι δεν μου τον έδινε γιατί λέει είπα ψέματα και δεν με λένε κόκκινο. Κι εγώ της είπα ότι δεν λέω ψέματα κι ότι με λένε κόκκινο κι ότι αν θέλει να ρωτήσει τη μαμά και τον μπαμπά μου κι έκλαιγα λίγο. Και το κορίτσι έκλαιγε. Και μετά η κυρία μάς μάλωσε που τσακωνόμαστε και μας είπε να δώσουμε τα χέρια και να δίνει ο ένας στον άλλον όλους τους μαρκαδόρους.
Εγώ σκέφτηκα ότι θα πάω να κόψω ένα λουλούδι από την πόρτα να δώσω στο κορίτσι να το πιει. Και ότι δεν θέλω να ξαναπάω στο σχολείο με πράσινη μπλούζα γιατί δεν με πιστεύει ούτε το κορίτσι ούτε κανείς ότι μου αρέσει μόνο το κόκκινο. Κι όταν γυρίσαμε σπίτι τα είπα όλα στη μαμά κι έκλαιγα λίγο. Η μαμά μού εξήγησε ότι όλα τα χρώματα είναι ωραία κι όχι μόνο το κόκκινο κι ότι θα το καταλάβω καλύτερα όταν μεγαλώσω. Δεν θυμάμαι να ξαναφόρεσα ποτέ την κόκκινή μου μπλούζα.